ἴσχυσα

ἴσχυσα
ἴ̱σχῡσα , ἰσχύω
to be strong
aor ind act 1st sg
ἴσχῡσα , ἰσχύω
to be strong
aor ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ισχύω — ίσχυσα 1. έχω ισχύ, επιρροή, επιβολή: Δεν ισχύουν οι παρακλήσεις μου. 2. έχω νομικό κύρος ή εφαρμογή, έχω πέραση: Δεν ισχύουν ορισμένες διατάξεις του συντάγματος. – Δεν ισχύει αυτή η άδεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ισχύω — ισχύω, ίσχυσα βλ. πίν. 5 Σημειώσεις: ισχύω : εύχρηστη η λόγια μτχ. ενεστώτα ισχύων, ουσα, ον …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”